ελουβιακών
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ελουβιακών
- γενική πληθυντικού του ελουβιακός
- γενική πληθυντικού του ελουβιακή
- γενική πληθυντικού του ελουβιακό