ελουβιακός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ελουβιακός η ελουβιακή το ελουβιακό
      γενική του ελουβιακού της ελουβιακής του ελουβιακού
    αιτιατική τον ελουβιακό την ελουβιακή το ελουβιακό
     κλητική ελουβιακέ ελουβιακή ελουβιακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ελουβιακοί οι ελουβιακές τα ελουβιακά
      γενική των ελουβιακών των ελουβιακών των ελουβιακών
    αιτιατική τους ελουβιακούς τις ελουβιακές τα ελουβιακά
     κλητική ελουβιακοί ελουβιακές ελουβιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Προφορά[επεξεργασία]

/?/

Ετυμολογία el[επεξεργασία]

ελουβιακός, -ή, -ό < αγγλικά: eluvial < λατινικά: eluvium

Επίθετο[επεξεργασία]

Σημειώσεις[επεξεργασία]

προτιμάται η μορφή ελούβιος

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]