ελουβιακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
/?/
Ετυμολογία el[επεξεργασία]
ελουβιακός, -ή, -ό < αγγλικά: eluvial < λατινικά: eluvium
Επίθετο[επεξεργασία]
Σημειώσεις[επεξεργασία]
προτιμάται η μορφή ελούβιος