εμπυάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εμπυάζω < έμπυο + -άζω < ελληνιστική κοινή ἔμπυον < αρχαία ελληνική ἔμπυος

Ρήμα[επεξεργασία]

εμπυάζω

Πηγές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]