εμφυτεύσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
εμφυτεύσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εμφυτεύω
- θα εμφυτεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εμφυτεύω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
εμφυτεύσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εμφύτευση