ενάμα κατσούλι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Τσακωνικά (tsd)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ενάμα κατσούλι < → λείπει η ετυμολογία
Έκφραση[επεξεργασία]
ενάμα κατσούλι
- (μεταφορικά) βράχηκα υπερβολικά ως το κόκκαλο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- κατσούλι - σελ.68.jpg, τόμ.2 - Κωστάκης, Θανάσης Π. Λεξικό της τσακωνικής διαλέκτου. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών, τόμοι Α', Β' 1986, τόμος Γ' 1987), Τόμος 2ος@academyofathens