ενδοσκόπησης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
ενδοσκόπησης θηλυκό
- γενική ενικού του ενδοσκόπηση
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- ενδοσκοπήσεως (λόγιο)
ενδοσκόπησης θηλυκό