ενθαρρυντικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
ενθαρρυντικά < ενθαρρυντικός + -ά
Επίρρημα[επεξεργασία]
ενθαρρυντικά
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ενθαρρυντικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ενθαρρυντικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ενθαρρυντικό