ενοποιούμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ενοποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος ενοποιώ

Ρήμα[επεξεργασία]

ενοποιούμαι

  • γίνομαι ενιαίος
    ενοποιούνται υπηρεσίες, χώροι, κλάδοι, τομείς

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]