ενοποιούμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ενοποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος ενοποιώ

ενοποιούμαι

  • γίνομαι ενιαίος
    ενοποιούνται υπηρεσίες, χώροι, κλάδοι, τομείς

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]