ενοχλώντας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
ενοχλώντας άκλιτο
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ενοχλώ
- ↪ Προσπαθούσε να τραβήξει την προσοχή ενοχλώντας τους πάντες.