εντεροσκοπήσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
εντεροσκοπήσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του εντεροσκόπηση
- εναλλακτικά: εντεροσκόπησης
εντεροσκοπήσεως θηλυκό