εντεροσκόπηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εντεροσκόπηση | οι | εντεροσκοπήσεις |
γενική | της | εντεροσκόπησης* | των | εντεροσκοπήσεων |
αιτιατική | την | εντεροσκόπηση | τις | εντεροσκοπήσεις |
κλητική | εντεροσκόπηση | εντεροσκοπήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εντεροσκοπήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εντεροσκόπηση < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική enteroscopy < αρχαία ελληνική ἔντερον + σκοπέω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εντεροσκόπηση θηλυκό
- (ιατρική) ενδοσκόπηση του (λεπτού) εντέρου με εντεροσκόπιο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- enteroscopy στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εντεροσκόπηση
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)