εξαπατήσεις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

εξαπατήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εξαπατώ
  2. θα εξαπατήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εξαπατώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

εξαπατήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εξαπάτηση