εξιστορήσεις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

εξιστορήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εξιστορώ
  2. θα εξιστορήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εξιστορώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

εξιστορήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εξιστόρηση