εξορύσσομαι
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]εξορύσσομαι, π.αόρ.: εξορύχθηκα, μτχ.π.π.: εξορυγμένος
- παθητική φωνή του ρήματος εξορύσσω
![]() |
εξορύσσομαι, π.αόρ.: εξορύχθηκα, μτχ.π.π.: εξορυγμένος