εξυβρίσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
εξυβρίσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εξυβρίζω
- θα εξυβρίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εξυβρίζω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
εξυβρίσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εξύβριση