εξωσωματική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εξωσωματική θηλυκό
- η απόπειρα να συλλάβει μια γυναίκα παιδί με εξωσωματική γονιμοποίηση
- έχει ήδη κάνει τρεις εξωσωματικές χωρίς αποτέλεσμα, αλλά δεν το βάζει κάτω
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]εξωσωματική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του εξωσωματικός