επαναφορτίσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
επαναφορτίσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του επαναφόρτιση
- εναλλακτικά: επαναφόρτισης
επαναφορτίσεως θηλυκό