επιδέσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
επιδέσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επιδένω
- θα επιδέσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επιδένω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
επιδέσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του επίδεση