επιδεικνύομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επιδεικνύομαι < παθητική φωνή του ρήματος επιδεικνύω
Ρήμα
[επεξεργασία]επιδεικνύομαι
- (παθητικό) κάποιος με επιδεικνύει
- στην δύσκολη αυτή στιγμή πρέπει να επιδειχθεί εξαιρετική σύνεση
- (μέσο) επιδεικνύω τον εαυτό μου, την εξωτερική μου εμφάνιση, τον πλούτο, τις ικανότητές μου κ.λπ.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] επιδεικνύομαι
|