επικρατεί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επικρατεί < γενικό πρόσωπο οριστικής ενεστώτα του ρήματος επικρατώ

Ρήμα[επεξεργασία]

επικρατεί

Μεταφράσεις[επεξεργασία]