επιμέτρηση ποινής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επιμέτρηση ποινής < → δείτε τις λέξεις επιμέτρηση και ποινή

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

επιμέτρηση ποινής θηλυκό

  • (νομικός όρος): η ευχέρεια που παρέχεται στον δικαστή να καθορίζει την ποινή μεταξύ ανωτάτης και κατωτάτης.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]