επιμέτρηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επιμέτρηση οι επιμετρήσεις
      γενική της επιμέτρησης* των επιμετρήσεων
    αιτιατική την επιμέτρηση τις επιμετρήσεις
     κλητική επιμέτρηση επιμετρήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επιμετρήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επιμέτρηση < ελληνιστική κοινή ἐπιμετρησις < αρχαία ελληνική ἐπιμετρέω / ἐπιμετρῶ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

επιμέτρηση θηλυκό

  1. η τελική μέτρηση, ο υπολογισμός που γίνεται στο τέλος
    οι επιμετρήσεις συντάσσονται με μέριμνα και δαπάνη του αναδόχου και υπόκεινται στον έλεγχο της διευθύνουσας υπηρεσίας
  2. (λογιστική) η διαδικασία του προσδιορισμού της ποσοτικής και κυρίως της χρηματικής αξίας ενός περιουσιακού στοιχείου κατά την αναγνώριση του
     συνώνυμα: αποτίμηση
    → δείτε τη λέξη βιβλίο απογραφών

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]