επιπίπτω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιπίπτω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
επιπίπτω
- πέφτω πάνω σε κάποιον/κάτι με δύναμη, κυρίως κινούμενος απειλητικά ή εχθρικά εναντίον του. Ορμώ, ρίχνομαι, επιτίθεμαι.
- εκδηλώνομαι και εξαπλώνομαι αιφνίδια. Ενσκήπτω, πέφτω.