επιπίπτω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επιπίπτω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

επιπίπτω

  1. πέφτω πάνω σε κάποιον/κάτι με δύναμη, κυρίως κινούμενος απειλητικά ή εχθρικά εναντίον του. Ορμώ, ρίχνομαι, επιτίθεμαι.
  2. εκδηλώνομαι και εξαπλώνομαι αιφνίδια. Ενσκήπτω, πέφτω.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]