επιτροπεύσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
επιτροπεύσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του επιτρόπευση
- εναλλακτικά: επιτρόπευσης
επιτροπεύσεως θηλυκό