επιτρόπευση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επιτρόπευση | οι | επιτροπεύσεις |
γενική | της | επιτρόπευσης* | των | επιτροπεύσεων |
αιτιατική | την | επιτρόπευση | τις | επιτροπεύσεις |
κλητική | επιτρόπευση | επιτροπεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, επιτροπεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιτρόπευση < αρχαία ελληνική ἐπιτρόπευσις
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επιτρόπευση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του επιτροπεύω
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επιτρόπευση
|