επιφοιτήσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
επιφοιτήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επιφοιτώ
- θα επιφοιτήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επιφοιτώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
επιφοιτήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του επιφοίτηση