επιχόλερος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επιχόλερος < επι- + χολέρ(α) + -ος, (μαρτυρείται από το 1871)[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.piˈxo.le.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐πι‐χό‐λε‐ρος

Επίθετο[επεξεργασία]

επιχόλερος, -ος, -ο[2]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
  2. επιχόλερος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)