επιψαύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιψαύω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπιψαύω
Ρήμα[επεξεργασία]
επιψαύω
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επιψαύω
|