ετεροαπασχολήσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
ετεροαπασχολήσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του ετεροαπασχόληση
- εναλλακτικά: ετεροαπασχόλησης