ευαπόδεικτα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Επίρρημα[επεξεργασία]

ευαπόδεικτα (el)

  • με εύκολα-ευκόλως αποδεικνυόμενο τρόπο ή για κάτι εύκολο στο να αποδειχθεί

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

τα ευαπόδεικτα (el) πληθυντικός, ουδέτερο, ονομαστική, αιτιατική, κλητική
του επιθέτου: ο ευαπόδεικτος

  • εύκολα-ευκόλως αποδεικνυόμενα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]