ευλαβώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ευλαβώς < αρχαία ελληνική εὐλαβῶς < εὐλαβής
Επίρρημα[επεξεργασία]
ευλαβώς
- με ευλάβεια
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ευλαβής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ευλαβώς