ευ ζην
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ευ ζην < αρχαία ελληνική εὖ ζῆν < εὖ + ζῆν
Έκφραση[επεξεργασία]
ευ ζην
- (λόγιο) η ευζωία, η ευδαιμονία