εφελκύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εφελκύω < εφελκυσμός + -ω (αναδρομικός σχηματισμός) < ελληνιστική κοινή ἐφελκυσμός
Ρήμα[επεξεργασία]
εφελκύω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εφελκύω
|