εύμορφα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εύμορφα < εύμορφ(ος) + -α
Επίρρημα[επεξεργασία]
εύμορφα
- με εύμορφο τρόπο
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
εύμορφα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εύμορφο