εὐπέταλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εὐπέταλος < εὖ + πέταλον

Επίθετο[επεξεργασία]

εὐπέταλος, -ος, -ον

  1. αυτός που έχει όμορφα ή πλούσια πέταλα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

  1. είδος φυτού
  2. πολύτιμος λίθος