εὐπέταλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
εὐπέταλος, -ος, -ον
- αυτός που έχει όμορφα ή πλούσια πέταλα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
- είδος φυτού
- πολύτιμος λίθος