ημιτελικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ημιτελικά < ημιτελικός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ημιτελικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- η ημιτελική φάση ενός πρωταθλήματος
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ημιτελικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ημιτελικό