ηρωοποιήσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
ηρωοποιήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ηρωοποιώ
- θα ηρωοποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ηρωοποιώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
ηρωοποιήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ηρωοποίηση