θαμίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θαμίζω < θαμά

Ρήμα[επεξεργασία]

θαμίζω

  1. συχνάζω
  2. ασχολούμαι συχνά
  3. συνηθίζω κάτι

Συγγενικά[επεξεργασία]