θεηκόλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θεηκόλος < θεός + βουκόλος

Επίθετο[επεξεργασία]

θεηκόλος, -ος, -ον

  1. αυτός που υπηρετεί θεό ή θεούς σε ναούς και ιερά.
  2. ο ιερέας

Συνώνυμα[επεξεργασία]