θεοκρατικῶς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θεοκρατικῶς < θεοκρατικ(ός) + -ῶς
Επίρρημα[επεξεργασία]
θεοκρατικῶς
- (καθαρεύουσα) με θεοκρατικό τρόπο ή μέσο
Πηγές[επεξεργασία]
- «θεοκρατικός (& -ῶς)» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .