θεοσεχθρία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θεοσεχθρία < θεός + έχθρα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

θεοσεχθρία θηλυκό

  1. η έχθρα προς θεό, ή θεούς
  2. κατ' επέκταση: η αθεΐα, η ασέβεια