θεοτερπής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ θεοτερπής | τὸ θεοτερπές | οἱ, αἱ θεοτερπεῖς | τὰ θεοτερπῆ |
Γενική | τοῦ, τῆς θεοτερποῦς | τοῦ θεοτερποῦς | τῶν θεοτερπῶν | τῶν θεοτερπῶν |
Δοτική | τῷ, τῇ θεοτερπεῖ | τῷ θεοτερπεῖ | τοῖς, ταῖς θεοτερπέσι(ν) | τοῖς θεοτερπέσι(ν) |
Αιτιατική | τὸν, τὴν θεοτερπῆ | τὸ θεοτερπές | τοὺς, τὰς θεοτερπεῖς | τὰ θεοτερπῆ |
Κλητική | θεοτερπές | θεοτερπές | θεοτερπεῖς | θεοτερπῆ |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | θεοτερπεῖ | |||
Γενική-Δοτική | θεοτερποῖν |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
θεοτερπής, -ής, -ές