θεοτερπής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ θεοτερπής τὸ θεοτερπές οἱ, αἱ θεοτερπεῖς τὰ θεοτερπ
Γενική τοῦ, τῆς θεοτερποῦς τοῦ θεοτερποῦς τῶν θεοτερπῶν τῶν θεοτερπῶν
Δοτική τῷ, τῇ θεοτερπεῖ τῷ θεοτερπεῖ τοῖς, ταῖς θεοτερπέσι(ν) τοῖς θεοτερπέσι(ν)
Αιτιατική τὸν, τὴν θεοτερπ τὸ θεοτερπές τοὺς, τὰς θεοτερπεῖς τὰ θεοτερπ
Κλητική θεοτερπές θεοτερπές θεοτερπεῖς θεοτερπ
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική θεοτερπεῖ
Γενική-Δοτική θεοτερποῖν

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θεοτερπής < θεός + τέρπω + -ής

Επίθετο[επεξεργασία]

θεοτερπής, -ής, -ές

  1. που ταιριάζει σε θεούς
  2. που αρέσει σε θεούς

Συγγενικά[επεξεργασία]