θερμαλατέα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θερμαλατέα θηλυκό
- (γαστρονομία) πρόχειρο φαγητό από βραστό νερό, λαδόξυδο, σκόρδο, ξερό ψωμί
Πηγές[επεξεργασία]
- θερμαλατέα - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].