θερμού

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Θερμού

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

θερμού αρσενικό ή ουδέτερο

  1. γενική ενικού του θερμός
  2. γενική ενικού του θερμό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]