θολώνω τα νερά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Έκφραση
[επεξεργασία]θολώνω τα νερά
- προσπαθώ να μπερδέψω κάτι ώστε να μη γίνει κατανοητό ή αντιληπτό
- προσπαθεί να θολώσει τα νερά, μη τυχόν και πάρουμε είδηση τις πραγματικές της προθέσεις
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] θολώνω τα νερά
|