Μετάβαση στο περιεχόμενο

θρυαλλίς

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
θρυαλλίς < προελληνική [1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

θρυαλλίς

  1. (φυτό) φυτό (π.χ. βούρλο) απ’ το οποίο γίνονταν τα φιτίλια
  2. (συνεκδοχικά) φιτίλι

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. θρυαλλίς - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.