φιτίλι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φιτίλι τα φιτίλια
      γενική του φιτιλιού των φιτιλιών
    αιτιατική το φιτίλι τα φιτίλια
     κλητική φιτίλι φιτίλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φιτίλι < μεσαιωνική ελληνική φιτίλιν < τουρκική fitil < αραβική فتيل (fatīl)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φιτίλι ουδέτερο

  1. εύφλεκτο νήμα από διάφορα υλικά, για να ανάβει κερί, καντήλι ή εκρηκτικός μηχανισμός
  2. θρυαλλίδα

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]