wick
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
wick | wicks |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]wick (en)
- το φιτίλι κεριού ή λάμπας
- ⮡ a candle/oil lamp/candle wick - φιτίλι καντηλιού/λάμπας πετρελαίου/κεριού
ενικός | πληθυντικός |
wick | wicks |
wick (en)