θυμιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θυμιάζω < μεσαιωνική ελληνική θυμιάζω < αρχαία ελληνική θυμιάω / θυμιῶ

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /θi.miˈa.zo/ & /θiˈmɲa.zo/

Ρήμα[επεξεργασία]

θυμιάζω

  1. (θρησκεία) (μεταφορικά) άλλη μορφή του θυμιατίζω
    Στη Μυτιλήνη θυμιάζουν τους παλαβούς. (Ασημάκης Πανσέληνος, Τότε που ζούσαμε)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]