θυμιατήριον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θυμιατήριον < αρχαία ελληνική θυμιατήριον < θυμιατός < θυμιάω / θυμιῶ
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /θi.mi.aˈti.ɾi.on/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θυμιατήριον ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του θυμιατήρι
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη θυμιάζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θυμιατήριον
|